- ηδύλογος
- ἡδύλογος και ἡδυλόγος, δωρ. τ. ἁδύλογος, αιολ. τ. ἁδύλογος, -ον (Α)1. (προπαροξύτονο) ηδύλογος, -ον(για έννοιες και για πράγματα) αυτός που ηχεί γλυκά, που ακούγεται γλυκά, που έχει γλυκιά φωνή («ἡδύλογοι λύραι μολπαί τε», Πίνδ.)2. (παροξύτονο) ἡδυλόγος, -ονα) (για πρόσ.) αυτός που κολακεύει, ο κολακευτικός («ἡδυλόγος δημοχαριστής Λαερτιάδης», Ευρ.)β) ως ουσ. ὁ ἡδυλόγοςγελωτοποιός, αστειολόγος.επίρρ...ηδυλόγωςκατά τρόπο ηδύλογο, με γλυκιά φωνή, με γλυκά λόγια.[ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ-* + -λόγος (< λόγος < λέγω), πρβλ. αντί-λογος, παρά-λογος].
Dictionary of Greek. 2013.